Νέα εγκύκλιος της ΑΑΔΕ δίνει το πλαίσιο της ρύθμισης των 120 δόσεων, ενώ για κάθε περίπτωση υπάρχουν διευκρινίσεις και αναλυτικά παραδείγματα.
Ξεκινώντας από τους οφειλέτες νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα με συνολική υποχρεωτικά υπαγόμενη στη ρύθμιση βασική οφειλή έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ παρουσιάζεται το πλαίσιο της ρύθμισης αλλά και οι σχετικές διευκρινίσεις.
Συγκεκριμένα, οι υπαγόμενες στη ρύθμιση οφειλές καταβάλλονται εφάπαξ ή σε δόσεις με απαλλαγές από τόκους/προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ως εξής:
α) με απαλλαγή κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) από τις προσαυξήσεις/τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, εφόσον η οφειλή καταβάλλεται εφάπαξ,
β) με απαλλαγή κατά ποσοστό ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%), εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε δύο (2) έως και τέσσερις (4) μηνιαίες δόσεις,
γ) με απαλλαγή κατά ποσοστό ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%), εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε πέντε (5) έως και δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις,
δ) με απαλλαγή κατά ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%), εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε δεκατρείς (13) έως και είκοσι τέσσερις (24) μηνιαίες δόσεις,
ε) με απαλλαγή κατά ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%), εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε είκοσι πέντε (25) έως και τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις,
στ) με απαλλαγή κατά ποσοστό σαράντα πέντε τοις εκατό (45%), εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε τριάντα επτά (37) έως και σαράντα οκτώ (48) μηνιαίες δόσεις,
ζ) με απαλλαγή κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%), εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε σαράντα εννέα (49) έως και εξήντα (60) μηνιαίες δόσεις,
η) με απαλλαγή κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%), εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε εξήντα μία (61) έως και εβδομήντα και δύο (72) μηνιαίες δόσεις,
θ) με απαλλαγή κατά ποσοστό δέκα πέντε τοις εκατό (15%), εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε εβδομήντα τρεις (73) έως και ενενήντα έξι (96) μηνιαίες δόσεις,
ι) με απαλλαγή κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%), εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε ενενήντα επτά (97) έως και εκατόν είκοσι (120) μηνιαίες δόσεις.
Οι διευκρινίσεις που παρέχει η εγκύκλιος της ΑΑΔΕ:
Στην περίπτωση υπαγωγής σε ρύθμιση σε έως και εκατόν είκοσι (120) δόσεις σύμφωνα με τα ανωτέρω επέρχεται απώλεια του αρχικού προγράμματος ρύθμισης. Η απώλεια επέρχεται με την πίστωση της πρώτης δόσης της νέας ρύθμισης.
Όσοι από τους ανωτέρω οφειλέτες δεν επιλέξουν με σχετική αίτησή τους την υπαγωγή τους, θεωρείται ότι συνεχίζουν με το πρόγραμμα ρύθμισης που τους είχε χορηγηθεί σε έως τριάντα έξι (36) δόσεις υπό τους όρους και προϋποθέσεις όπως ισχύουν.
Παράλληλα, σχετικές διατάξεις αναφορικά με το ελάχιστο ποσό δόσης της ρύθμισης διευκρινίζουν ότι εκείνο μειώθηκε από τριάντα (30) σε είκοσι (20) ευρώ. Παρέχεται, δε, στον οφειλέτη η δυνατότητα εξόφλησης μέρους της οφειλής του με προκαταβολή με χορήγηση ισόποσης απαλλαγής προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής.
Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω παρατίθεται παράδειγμα: Φορολογούμενος με βασική οφειλή 100.000 ευρώ η οποία επιβαρύνεται με προσαυξήσεις/τόκους εκπρόθεσμης καταβολής 20.000 ευρώ, επιλέγει πρόγραμμα ρύθμισης 120 δόσεων για το οποίο, βάσει του νόμου, τυγχάνει απαλλαγής προσαυξήσεων/τόκων 10%. Εφόσον προκαταβάλλει ποσό 5.000 ευρώ, οι προσαυξήσεις/τόκοι θα μειωθούν ισόποσα και θα διαμορφωθούν σε 15.000 ευρώ (ήτοι 20.000-5.000). Στο εναπομείναν ποσό των 15.000 ευρώ θα υπολογιστεί και η απαλλαγή 10%, ήτοι οι τόκοι/προσαυξήσεις θα διαμορφωθούν τελικώς σε 13.500 ευρώ [ήτοι 15.000-(10%Χ15.000)+.
Αιτήσεις – δηλώσεις στη ρύθμιση
Κατ’ εξαίρεση, βασικές συνολικές οφειλές ανά Υπηρεσία μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ που υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης εξακολουθούν να μην επιβαρύνονται με προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής εφόσον ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο και το συνολικό εισόδημά του (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό) κατά το φορολογικό έτος 2017 δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ.
Στην περίπτωση της προκαταβολής που επιλέγει ο φορολογούμενος, το όριο των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ ανά Υπηρεσία διαμορφώνεται με την αφαίρεση της προκαταβολής. Παρατίθεται παράδειγμα: Φορολογούμενος φυσικό πρόσωπο με εισόδημα έως και 10.000 ευρώ, με βασική οφειλή 4.500 ευρώ η οποία επιβαρύνεται με προσαυξήσεις/τόκους εκπρόθεσμης καταβολής 1.500 ευρώ, εφόσον προκαταβάλλει 1.500 ευρώ, δεν θα επιβαρυνθεί με τον τόκο της ρύθμισης.
Παράλληλα, προστίθεται νέα περίπτωση προαιρετικά υπαγόμενων οφειλών. Πρόκειται για οφειλές, ληξιπρόθεσμες και μη, που βεβαιώνονται στη Φορολογική Διοίκηση, είτε κατόπιν ελέγχου είτε κατόπιν υποβολής δηλώσεως, είτε βάσει χρηματικού καταλόγου που παραλαμβάνεται από βεβαιούσα αρχή εκτός Φορολογικής Διοίκησης μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής σε ρύθμιση, οι οποίες δεν έχουν ρυθμισθεί βάσει δικαστικής απόφασης, προσωρινής διαταγής ή άλλων νομοθετικών διατάξεων και αφορούν σε υποχρεώσεις ετών, υποθέσεων και περιόδων μέχρι και 31.12.2018, εξαιρουμένων των οφειλών για τις οποίες η προθεσμία υποβολής δήλωσης λήγει μετά τις 31.12.2018 (ενδεικτικά ετήσια δήλωση φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, δήλωση ΦΠΑ τελευταίου τριμήνου ή μηνός Δεκεμβρίου 2018 και περιόδων που λήγουν εφεξής). Δηλώσεις φορολογίας κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών με λήξη προθεσμίας υποβολής δήλωσης εντός του 2018 και χρόνο φορολογίας έως και 31-12-2018, υπάγονται στη ρύθμιση.
Νέες διευκρινίσεις
• Στην περίπτωση που από το χρηματικό κατάλογο ή τα συνοδευτικά αυτού έγγραφα δεν προκύπτει η αναγωγή της υποχρέωσης έως τις 31.12.2018, απαιτείται προς τούτο έγγραφη βεβαίωση της βεβαιούσας αρχής προς τον Προϊστάμενο της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής υπηρεσίας.
• Ορίζεται ότι οφειλέτες που έχουν υπαγάγει τις οφειλές τους σε ρύθμιση με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις μπορούν να ζητήσουν την εκ νέου ρύθμιση των οφειλών τους σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Στην περίπτωση υπαγωγής εκ νέου σε ρύθμιση σύμφωνα με τα ανωτέρω επέρχεται απώλεια του αρχικού προγράμματος ρύθμισης. Η απώλεια επέρχεται με την πίστωση της πρώτης δόσης της νέας ρύθμισης.
Ορίζεται ότι η ρύθμιση αποτελεί την τελευταία ρύθμιση οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση με έκτακτο χαρακτήρα.
Προβλέπεται πέραν της αναστολής λήψης αναγκαστικών μέτρων επί απαιτήσεων, κινητών και ακινήτων και συνέχισης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης (π.χ. έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού) και ο περιορισμός των συνεπειών των κατασχέσεων απαιτήσεων που έχουν ήδη επιβληθεί στα χέρια τρίτων, με τη θεσμοθέτηση της αποδέσμευσης των μελλοντικών απαιτήσεων.