Φαίνεται λοιπόν από τα στοιχεία της ICAP ότι στο σύνολο της αγοράς ο μέσος δείκτης υποχρεώσεων διαμορφώνεται στο 150% των ιδίων κεφαλαίων και φυσικά το πρόβλημα είναι έντονο για τις εταιρείες που προαναφέραμε με αρνητικά ίδια κεφάλαια.
Αξίζει να επισημάνουμε ακόμη ότι βάσει πρόσφατης μελέτης της ICAP όπου αναλύθηκαν θεμελιώδη μεγέθη ενός δείγματος περίπου 10.400 εταιρειών -που με βάση τον συνολικό τζίρο αντιπροσωπεύουν λίγο πάνω από το 50% της συνολικής επιχειρηματικής δραστηριότητας- το ελληνικό επιχειρείν κατάφερε το 2017 να ενισχύσει μόλις 2,8% τα ίδια κεφάλαιά του και για τις εν λόγω εταιρείες έφτασε στα 72 δισ. ευρώ έναντι 70 δισ. ευρώ το 2016. Κι αυτό παρά την αύξηση κατά 25% της συνολικής καθαρής κερδοφορίας, η οποία όμως σε απόλυτο νούμερο δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό αν σκεφτεί κανείς ότι διαμορφώθηκε στα 4,43 δισ. ευρώ έναντι 3,53 δισ. ευρώ.
Η μεταβολή αυτή σε απόλυτο νούμερο ήταν της τάξης των 900 εκατ. ευρώ, γεγονός το οποίο μείωσε αντίστοιχα και τις συσσωρεμένες ζημιές που βρίσκονται στο δυσθεώρητο ύψος των 19,6 δισ. ευρώ. Μάλιστα, τα κέρδη αυτά αποδίδονται σε μια μικρή ομάδα ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων και δεν φαίνεται να υπάρχει διάχυση στο ευρύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Επίσης, βαρίδι στη συνολική εικόνα αποτελούν κάποιες χρόνια προβληματικές ζημιογόνες εταιρείες, πολλές εκ των οποίων ανήκουν και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Σχετικά δε με την πιστωτική επέκταση, από το προαναφερθέν δείγμα προκύπτει ότι και πάλι οι τράπεζες είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικές, καθώς οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις παρέμειναν σταθερές κοντά στα 45 δισ. ευρώ. Ο δε βραχυπρόθεσμος δανεισμός σημείωσε αύξηση στα 17 δισ. ευρώ έναντι 16,7 δισ. ευρώ και η αύξηση αυτών των δανείων σε μεγάλο βαθμό αποδίδεται στη μετατροπή μακροπρόθεσμου δανεισμού σε βραχυπρόθεσμο που αποτελεί και βραχνά των εταιρειών.
Πάντως, στην κακή εικόνα που περιγράψαμε αξίζει να αναφέρουμε πως η ελληνική βιομηχανία, η οποία και αποτελεί σημαντικό πυλώνα ανάπτυξης, έχει μεγάλα σημάδια διαφοροποίησης.
Με βάση τα στοιχεία εκπροσωπεί περί το 1/3 της ελληνικής επιχειρηματικής δραστηριότητας και κατάφερε το 2017 να μειώσει τις συνολικές συσσωρευμένες ζημιές κατά 46% στο 1,8 δισ. ευρώ, αύξησε το ταμείο της κατά 14% στα 4 δισ. ευρώ και αύξησε κατά 10%, στα 17 δισ. ευρώ, τα ίδια κεφάλαιά της.
Παραμένει υψηλός ο κίνδυνος αφερεγγυότητας
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε το τέλος της προηγούμενης χρονιάς η ICAP σε συνέδριό της για τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου και αφορούσαν ένα δείγμα 30.000 εταιρειών κάθε νομικής μορφής, φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις χρωστάνε σε βραχύ ορίζοντα από 1,4 έως 1,7 φορά πάνω από τα χρέη τους σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων μειώθηκαν κατά 2% από το 2015, παρά τη συνολική αύξηση των υποχρεώσεων. Όσον αφορά τον τομέα των εξοφλήσεων, σημειώνεται ότι το 78% των επιχειρήσεων καθυστερεί τις πληρωμές εμπορικών υποχρεώσεων, με το φαινόμενο να είναι πιο έντονο στον τομέα των Υπηρεσιών.
Πάντως, να σημειωθεί εδώ ότι το 2017 η μείωση των ποσοστών ασυνέπειας ύστερα από διαρκή αύξηση στα έτη της κρίσης, σε συνδυασμό με τη μείωση των υψηλού πιστωτικού κινδύνου επιχειρήσεων και αντίστοιχα την αύξηση αυτών χαμηλού, στοιχειοθετεί την αναμενόμενη ανάκαμψη.
Όσον αφορά δε τον δείκτη φερεγγυότητας, σήμερα, με βάση τις εκτιμήσεις του πρώτου εξαμήνου του 2018, το 54,9% των διαβαθμίσεων για το ρίσκο φερεγγυότητας είναι υψηλού κινδύνου, με φθίνουσα όμως τάση, καθώς το 2015 οι εταιρείες που βρίσκονταν στις διαβαθμίσεις υψηλού ρίσκου έφταναν στο 62,8%.
Εισπράξεις με καθυστέρηση τριμήνου
Μία στις τρεις ελληνικές επιχειρήσεις εισπράττει από τους πελάτες της έπειτα από τρεις μήνες, όταν την ίδια στιγμή η μία στις τέσσερις δίνει πίστωση αντίστοιχου χρονικού διαστήματος. Τα παραπάνω αποτελούν κάποια από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας «Διαχείριση του Πιστωτικού Κινδύνου των
Επιχειρήσεων στην Ελλάδα», την οποία εκπόνησε η ICAP, με σκοπό την κατανόηση της πιστωτικής πολιτικής των επιχειρήσεων σήμερα και των μέτρων που εκείνες λαμβάνουν για τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου.
ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ