Παρουσίαση του προγράμματος ηλεκτρονικής πλατφόρμας για τους εξωδικαστικούς μηχανισμούς ρύθμισης οφειλών των επιχειρήσεων.
Πηγές:
Eγχειρίδιο οδηγιών για τη χρήση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας μέσω της οποίας θα λειτουργήσει Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Ερωτήσεις – απαντήσεις για τον εξωδικαστικό μηχανισμό.
Σε μία σειρά ερωτήσεων για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων απαντάει η Ελληνική Ένωση Τραπεζών.
Σημειώνεται ότι η λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας για τον εξωδικαστικό μηχανισμό θα ξεκινήσει στις 3 Αυγούστου και μέχρι το τέλος του έτους αναμένεται ότι θα έχουν ολοκληρωθεί οι πρώτες αναδιαρθρώσεις για επιχειρήσεις με χρέη έως 2 εκατ. ευρώ.
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός αποτελεί μια νέα εξωδικαστική κατά βάση συλλογική διαδικασία ρύθμισης και διευθέτησης των οφειλών επιχειρήσεων. Με τον εξωδικαστικό μηχανισμό, όπως προβλέπεται στον Ν. 4469/2017 (ΦΕΚ Α 62/3.5.2017), ρυθμίζεται για πρώτη φορά το σύνολο των χρηματικών υποχρεώσεων βιώσιμων επιχειρήσεων, μέσω της κατάρτισης συμφωνίας ρύθμισης οφειλών με την πλειοψηφία των πιστωτών τους (στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο οι ιδιώτες πιστωτές, όσο και ο δημόσιος τομέας, δηλ. το Ελληνικό Δημόσιο, οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ.). Η αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία υποβάλλεται στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (εφεξής «Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.»), μέσω ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας που θα αναπτυχθεί για αυτό το σκοπό, και προϋποθέτει επιτυχή διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ της αιτούσας επιχείρησης και των πιστωτών της.
Δυνατότητα να υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής έχουν:
Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Νόμου οι ελεύθεροι επαγγελματίες και γενικά κάθε πρόσωπο που δεν διαθέτει πτωχευτική ικανότητα. Ενδεικτικά, δεν μπορούν να υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν το επάγγελμα του οικονομολόγου, αναλυτή, προγραμματιστή, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή, φοροτεχνικού, ιατρού, οδοντιάτρου, φυσιοθεραπευτή, δικηγόρου, συμβολαιογράφου, δικαστικού επιμελητή, αρχιτέκτονα, μηχανικού, ερευνητή, αναλογιστή, χημικού, γεωπόνου, σχεδιαστή, δημοσιογράφου, συγγραφέα, διερμηνέα, καθηγητή ή δασκάλου, καλλιτέχνη ή ηθοποιού, σκηνοθέτη και διακοσμητή (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου, σελ. 3).
Απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης είναι ο έλεγχος συνδρομής των κριτηρίων επιλεξιμότητας. Τα κριτήρια επιλεξιμότητας καθορίζονται στο Νόμο (βλ. άρθρο 3 Ν. 4469/2017) και είναι τα ακόλουθα:
Ο οφειλέτης σε μία (1) τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις (3) χρήσεις πριν την υποβολή της αίτησης να έχει:
Περαιτέρω, για να υπαχθούν στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού, τα παραπάνω πρόσωπα θα πρέπει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016 να συγκεντρώνουν μία τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Περαιτέρω, για να υπαχθεί μια επιχείρηση στο Νόμο θα πρέπει οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές να υπερβαίνουν το ποσό των 20.000 €.
Σκοπός του Νόμου είναι η διάσωση μόνο των βιώσιμων επιχειρήσεων, δηλ. εκείνων που έχουν την ικανότητα να διατηρηθούν στην αγορά που δραστηριοποιούνται, να συνεχίσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και να δημιουργήσουν κέρδη στο μέλλον (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου, σελ. 1: «Βασικός σκοπός του νέου εξωδικαστικού μηχανισμού είναι η διάσωση των βιώσιμων επιχειρήσεων»).
Από την άποψη αυτή η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του οφειλέτη αποτελεί προϋπόθεση για την υπαγωγή στο Νόμο και την επίτευξη συμφωνίας ρύθμισης.
Κατ’ ακολουθία, τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη βιωσιμότητα πρέπει να υποβάλλονται από τον οφειλέτη με την αίτησή του και την περιλαμβανόμενη σε αυτή πρόταση ρύθμισης των οφειλών του.
Κατά τα λοιπά, η βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη θα ελεγχθεί από τους πιστωτές, οι οποίοι, εφόσον συγκεντρώνουν το 1/3 του συνόλου των απαιτήσεων, μπορούν να αναθέσουν τον έλεγχο σε εμπειρογνώμονα. Στην περίπτωση που η αιτούσα επιχείρηση έχει συνολικές οφειλές άνω των 2.000.000 € ή κύκλο εργασιών, κατά την προηγούμενη της υποβολής της αίτησης χρήση, άνω των 2.500.000 €, ο διορισμός εμπειρογνώμονα είναι υποχρεωτικός.
Στη δεύτερη περίπτωση η διαδικασία ξεκινάει με την κοινοποίηση στον οφειλέτη (με δικαστικό επιμελητή ή με συστημένη επιστολή ή με ισοδύναμου τύπου ταχυδρομική επιστολή ή με αυτοπρόσωπη παράδοση), έγγραφης δήλωσης οποιουδήποτε πιστωτή που τον καλεί να υπαχθεί στις διατάξεις του Νόμου, η οποία κοινοποιείται με επιμέλεια του τελευταίου και στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. Η αίτηση του οφειλέτη θα πρέπει να υποβληθεί εντός δύο (2) μηνών από την ως άνω κοινοποίηση. Ο πιστωτής που προσκάλεσε τον οφειλέτη να εκκινήσει τη διαδικασία, λογίζεται ως συμμετέχων σε αυτή. Αν ο οφειλέτης δεν υποβάλλει αίτηση εντός του διμήνου, δεν δικαιούται να εκκινήσει ο ίδιος τη διαδικασία υπαγωγής του στον Νόμο μεταγενέστερα, εκτός εάν προσκληθεί εκ νέου από τους πιστωτές.
Πάντως, η πορεία της διαδικασίας δεν διαφοροποιείται είτε η αίτηση υποβληθεί απευθείας από τον οφειλέτη, είτε κατόπιν έγγραφης πρόσκλησης των πιστωτών.
Όχι. Η αίτηση υποβάλλεται άπαξ και η υποβολή δεύτερης αίτησης από τον ίδιο οφειλέτη αποκλείεται (βλ. άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 4469/2017). Συνεπώς, αποκλείεται η υποβολή δεύτερης αίτησης όσο εκκρεμεί η ρύθμιση της πρώτης ή μετά την αποτυχία της διαδικασίας, λ.χ. αν δεν συγκεντρώθηκε το απαιτούμενο ποσοστό απαρτίας των πιστωτών (ποσοστό 50% του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη) ή αν δεν επιτευχθεί συμφωνία με την πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών (δηλ. με το 60% των συμμετεχόντων πιστωτών, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ποσοστό 40% των εμπραγμάτως ασφαλισμένων). Επίσης, αποκλείεται η υποβολή δεύτερης αίτησης αν η διαδικασία κηρυχθεί άκαρπη για οποιοδήποτε λόγο, π.χ. επειδή ο οφειλέτης δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του συντονιστή για τη συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου, όταν δεν έχει προσκομιστεί εξαρχής το σύνολο των δικαιολογητικών.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 περ. δ΄ του Ν. 4469/2017, δεν μπορεί να υποβληθεί αίτηση όταν ο οφειλέτης έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για:
Αν ο οφειλέτης είναι εταιρεία ή νομικό πρόσωπο, τα ανωτέρω αδικήματα αρκεί να έχουν τελεστεί από το νόμιμο εκπρόσωπο, λ.χ. τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, τον διαχειριστή και γενικά από κάθε πρόσωπο που είναι εντεταλμένο στη διαχείριση των υποθέσεων του νομικού προσώπου από το καταστατικό, το νόμο ή από δικαστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, η ποινική καταδίκη πρέπει να αφορά σε αξιόποινη πράξη που συνδέεται με την επιχειρηματική δραστηριότητα του νομικού προσώπου, το οποίο ζητεί την ένταξή του στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.
Στη ρύθμιση υπάγονται όλες οι χρηματικές απαιτήσεις των πιστωτών της επιχείρησης, με την έννοια που προαναφέρθηκε.
Ωστόσο, προβλέπονται στο Νόμο συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, οι οποίες εξαιρούνται από τη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού (βλ. άρθρο 2 παρ. 4, 6, 7 Ν. 4469/2017).
Συγκεκριμένα, εξαιρούνται από τη διαδικασία όλες οι απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016. Μια απαίτηση θεωρείται ότι έχει γεννηθεί μετά την 31.12.2016, εφόσον η αιτία της (λ.χ. η κατάρτιση της σχετικής αρχικής σύμβασης) ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραπάνω ημερομηνίας.
Περαιτέρω, εξαιρούνται οι απαιτήσεις των λεγόμενων «μικρών πιστωτών» της επιχείρησης. Ως μικροί πιστωτές θεωρούνται οι δανειστές της επιχείρησης, με απαιτήσεις οι οποίες: (α) δεν υπερβαίνουν ατομικά για κάθε πιστωτή το ποσό των 2.000.000 € και ποσοστό 1,5% του συνολικού χρέους του οφειλέτη, (β) δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των 20.000.000 € και ποσοστό 15% του συνολικού χρέους του οφειλέτη. Όμως, αν οι απαιτήσεις των μικρών πιστωτών υπερβαίνουν αθροιστικά είτε το ποσό των 20.000.000, είτε συνολικό ποσοστό 15% του χρέους του οφειλέτη, θα συμμετάσχουν στη ρύθμιση οι πιστωτές με τις μεγαλύτερες κατά σειρά απαιτήσεις μέχρι το ως άνω όριο. Για παράδειγμα, αν σε μια επιχείρηση υπάρχουν απαιτήσεις από τρέχουσες συναλλαγές της εταιρείας (λ.χ. καθυστερούμενα μισθώματα, οφειλές λογαριασμών κοινής ωφέλειας, καθυστερούμενες αποδοχές εργαζομένων), οι οποίες δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των 20 εκ. € ή το 15% του συνολικού χρέους τους οφειλέτη, οι απαιτήσεις αυτές δεν θα συμμετάσχουν στη διαδικασία και δεν θα δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Αντίθετα, αν οι παραπάνω απαιτήσεις υπερβαίνουν αθροιστικά ένα από τα παραπάνω κριτήρια (20 εκ. € ή 15% του συνολικού χρέους), θα συμμετάσχουν κανονικά οι μεγαλύτερες κατά ποσό απαιτήσεις που υπερβαίνουν το όριο των 20.000.000 € ή το ποσοστό του 15% του συνολικού χρέους της επιχείρησης.
Τέλος, δεν μπορούν να ρυθμιστούν στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου από ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων.
Οι εξαιρούμενες απαιτήσεις πιστωτών: (α) δεν συμμετέχουν στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού, ούτε λαμβάνουν σχετική πρόσκληση για να συμμετάσχουν, (β) δεν συμμετέχουν στην απαρτία και πλειοψηφία που απαιτείται για την επίτευξη συμφωνίας, (γ)δεν ρυθμίζονται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών που καταρτίζεται μεταξύ του οφειλέτη και της πλειοψηφίας των πιστωτών.
Δεν προβλέπεται υποχρέωση των πιστωτών να συμμετάσχουν στη διαδικασία. Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών έχει συναινετικό χαρακτήρα και στηρίζεται στην κοινή βούληση οφειλέτη και πιστωτών να ρυθμίσουν τις οφειλές της επιχείρησης. Συνεπώς, οι πιστωτές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να συμμετάσχουν στη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τη βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη και τις συνέπειες που θα είχε για αυτούς μια ενδεχόμενη συμφωνία για την αναδιάρθρωση των οφειλών του.
Για να προχωρήσει η διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης, ο Νόμος θέτει ως προϋπόθεση ένα ελάχιστο ποσοστό απαρτίας πιστωτών, το οποίο ανέρχεται σε 50% των συνολικών απαιτήσεων έναντι της επιχείρησης (βλ. άρθρα 1 παρ. 2 περ. στ΄ και 8 παρ. 3 Ν. 4469/2017). Αν δεν συγκεντρωθεί το απαιτούμενο ποσοστό απαρτίας των πιστωτών, η διαδικασία περατώνεται αυτόματα ως άκαρπη. Ωστόσο, αν εκδηλώσουν ενδιαφέρον συμμετοχής στη διαδικασία πιστωτές που εκπροσωπούν το 50% των απαιτήσεων της επιχείρησης, η διαδικασία προχωρά κανονικά και υπάρχει το ενδεχόμενο κατάρτισης δεσμευτικής συμφωνίας ακόμα και για τις απαιτήσεις πιστωτών που δεν συμμετείχαν στη διαδικασία. Πάντως, η δέσμευση των πιστωτών που δεν συμμετείχαν τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνία θα επικυρωθεί από το Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο της έδρας του οφειλέτη), σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο Νόμο.
Για τον υπολογισμό της ως άνω απαρτίας δεν λαμβάνονται υπόψη απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη (ενδεικτικά: σύζυγοι, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του δευτέρου βαθμού, ελέγχοντες μέτοχοι νομικών προσώπων) [βλ. άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι΄ Ν. 4469/2017]. Επίσης, για τον υπολογισμό της απαρτίας δεν λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις που εξαιρούνται από τη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού (λ.χ. απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί μετά την 31.12.2016, μικροί πιστωτές, απαιτήσεις ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων).
Ειδικά, πάντως, για τις απαιτήσεις των συνδεδεμένων προσώπων με τον οφειλέτη, διευκρινίζεται ότι αυτές δεν συμμετέχουν στην απαρτία, αλλά μπορούν να ρυθμίζονται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4469/2017, σελ. 3). Για παράδειγμα τυχόν οικονομικές υποχρεώσεις της αιτούσας εταιρείας προς ελέγχοντες μετόχους (λ.χ. από οφειλόμενες αμοιβές Δ.Σ.) μπορούν να ρυθμιστούν με απόφαση της πλειοψηφίας των πιστωτών, ακόμα και αν δεν συμμετέχουν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης.
Β. Η υποβολή αίτησης εκ μέρους του οφειλέτη και η εξέλιξη της διαδικασίας
Η αίτηση υποβάλλεται αποκλειστικά και μόνο ηλεκτρονικά στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.), με χρήση ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας (βλ. άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 4469/2017). Δεν είναι επιτρεπτή η υποβολή της αιτήσεως σε Τραπεζικό Κατάστημα, ή στην έδρα Πιστωτικού Ιδρύματος, ή η επίδοσή της με δικαστικό επιμελητή.
Η αίτηση του οφειλέτη περιέχει υποχρεωτικά στοιχεία που εξατομικεύουν την επιχείρηση, προσδιορίζουν την οικονομική κατάσταση αυτής και αναπτύσσουν τις προοπτικές της.
Πέραν αυτών με την αίτησή του ο οφειλέτης πρέπει να συνυποβάλει:
Με την αίτηση συνυποβάλλονται υποχρεωτικά τα ακόλουθα έγγραφα και στοιχεία:
Ναι. Με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία παρέχεται από τον οφειλέτη η άδεια για κοινοποίηση στον συντονιστή, τον εμπειρογνώμονα και όλους τους συμμετέχοντες πιστωτές, επεξεργασία και διασταύρωση από αυτούς των δεδομένων του, τα οποία περιλαμβάνονται στην αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα, όσο και άλλων δεδομένων που αφορούν στην περιουσιακή κατάστασή του (λ.χ. καταθέσεις, εμβάσματα κ.λπ.), τα οποία βρίσκονται στην κατοχή ή σε γνώση των συμμετεχόντων πιστωτών για τους σκοπούς της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών (βλ. άρθρο 5 παρ. 6 Ν. 4469/2017). Η εν λόγω άδεια συνεπάγεται την άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1059/1971 (Α΄ 270) και του φορολογικού απορρήτου του άρθρου 17 του Ν. 4174/2013 (Α΄ 170). Οι δανειστές, πριν αρχίσει η διαδικασία διαπραγμάτευσης και μετά το σχηματισμό απαρτίας, πρέπει να υπογράψουν δήλωση εμπιστευτικότητας σε σχέση με τα παραπάνω στοιχεία, που περιέρχονται σε γνώση τους.
Ως συνοφειλέτης θεωρείται κάθε πρόσωπο που ευθύνεται εκ του Νόμου ή δυνάμει σύμβασης για την εξόφληση μέρους ή του συνόλου των χρεών της επιχείρησης. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται τα ομόρρυθμα μέλη Ο.Ε. ή Ε.Ε., καθώς και ο εγγυητής, ο οποίος έχει αναλάβει έναντι συγκεκριμένου πιστωτή την εξόφληση υποχρεώσεων του οφειλέτη. Επίσης, για το Ελληνικό Δημόσιο, θεωρούνται συνοφειλέτες τα πρόσωπα που υπέχουν προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη για τα χρέη της επιχείρησης (λ.χ. νόμιμοι εκπρόσωποι), σύμφωνα με το ειδικό νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για την είσπραξη δημοσίων εσόδων.
Η αίτηση είναι πάντα απαράδεκτη όταν δεν συνυποβάλλεται (α) από τα ομόρρυθμα μέλη προσωπικών εταιρειών (Ο.Ε. και Ε.Ε.) και (β) από τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ευθύνονται εις ολόκληρον για το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη. Σε κάθε άλλη περίπτωση η τύχη της αιτήσεως, που υποβάλλει ο οφειλέτης, αλλά δεν συνυποβάλλεται και από τον συνοφειλέτη, εξαρτάται από τη βούληση του πιστωτή/πιστωτών έναντι των οποίων ευθύνεται ο συνοφειλέτης.
Εάν δεν συνυποβληθεί αίτηση από έναν η περισσότερους συνοφειλέτες (-εγγυητές), η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης μπορεί να προχωρήσει μόνον εφόσον συναινεί ο πιστωτής υπέρ του οποίου έχει παρασχεθεί η εγγύηση και γενικά υπάρχει συνοφειλέτης. Αν υπάρχουν περισσότεροι πιστωτές, υπέρ των οποίων ευθύνεται ο συγκεκριμένος συνοφειλέτης, θα πρέπει να συμφωνήσουν οι πιστωτές με την πλειοψηφία των απαιτήσεων για τις οποίες έχει δοθεί εγγύηση (βλ. άρθρο 4 παρ. 3 Ν. 4469/2017). Χωρίς τη συναίνεση αυτή, η πλειοψηφία των υπολοίπων πιστωτών διατηρεί μεν την ευχέρεια να αποφασίσει την έναρξη της διαδικασίας, στην περίπτωση όμως αυτή οι απαιτήσεις των μη συναινούντων πιστωτών δεν ρυθμίζονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Υπογραμμίζεται ότι σε αυτή την περίπτωση η απαίτηση του πιστωτή ή των πιστωτών, υπέρ των οποίων ευθύνεται ο συνοφειλέτης, εξαιρείται συνολικά από τη διαδικασία του Ν. 4469/2017 (δηλ. τόσο έναντι του πρωτοφειλέτη, όσο και έναντι του συνοφειλέτη). Επομένως, οι παραπάνω μη ρυθμιζόμενες απαιτήσεις δεν συμμετέχουν στην απαρτία ή στις πλειοψηφίες του Νόμου και δεν ρυθμίζονται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Επίσης, ο μη ρυθμιζόμενος πιστωτής δεν εμποδίζεται να προχωρήσει σε μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη.
Σε κάθε περίπτωση, και οι συνοφειλέτες είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν πλήρη στοιχεία αναφορικά με την περιουσιακή τους κατάσταση και την αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων.
Αν συνυποβληθεί η αίτηση από τους συνοφειλέτες ή εγγυητές, κάθε ρύθμιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών ευνοϊκή για τον οφειλέτη θα ισχύσει και υπέρ των παραπάνω προσώπων (βλ. άρθρο 9 παρ. 5 Ν. 4469/2017, και κατωτέρω απάντηση 6 της Ενότητας Γ’). Σε κάθε περίπτωση, τυχόν ευνοϊκή ρύθμιση έναντι του πρωτοφειλέτη ισχύει και έναντι του εγγυητή, ακόμη και εάν ο τελευταίος δεν συνυποβάλει την αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι η πλειοψηφία των απαιτήσεων που ασφαλίζονται με την εγγύηση έχει παράσχει τη συναίνεσή της.
Τα στάδια της ηλεκτρονικής διαδικασίας είναι συνοπτικά τα ακόλουθα:
Ακολουθεί η δικαστική επικύρωση.
Ο συντονιστής πρέπει να είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Συντονιστών, αποτελεί ανεξάρτητο τρίτο, ο οποίος διορίζεται αυτοματοποιημένα από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., με βασική αρμοδιότητα τον συντονισμό και την πρόοδο της διαδικασίας. Ο συντονιστής έχει τις ακόλουθες βασικές αρμοδιότητες:
Ναι. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 11 του Ν. 4469/2017, κάθε πιστωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία από τον οφειλέτη, εφόσον αυτά σχετίζονται με τη διαπραγμάτευση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Όταν το αίτημα υποβάλλεται από πιστωτή που εκπροσωπεί ποσοστό των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη μεγαλύτερο του 25%, ο οφειλέτης δεν μπορεί να αρνηθεί. Αντίθετα, όταν το αίτημα υποβάλλεται από πιστωτή που εκπροσωπεί ποσοστό των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη μικρότερο του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), ο οφειλέτης μπορεί να αρνηθεί, εφόσον θεωρεί ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα υποστεί ουσιώδη βλάβη, εφόσον από τα στοιχεία αυτά θα αποκαλυφθούν επιχειρηματικά του απόρρητα. Επί διαφωνίας, αποφασίζουν οι συμμετέχοντες πιστωτές με πλειοψηφία 60%. Αν ο οφειλέτης αρνηθεί εκ νέου, η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας.
Συνεπώς, η επιχείρηση είναι πάντοτε υποχρεωμένη να χορηγεί τα επιπλέον ζητούμενα στοιχεία αν το σχετικό αίτημα υποβληθεί από πιστωτές που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο του 25% ή στην περίπτωση που δεν τίθενται ζητήματα προστασίας επιχειρηματικού απορρήτου, με μόνη προϋπόθεση ότι τα στοιχεία που ζητούνται σχετίζονται με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης.
Ναι. Εφόσον διαπιστωθεί η πληρότητα της αίτησης, από το χρονικό σημείο της αποστολής της πρόσκλησης συμμετοχής στη διαδικασία από τον συντονιστή στους πιστωτές και για διάστημα εβδομήντα (70) ημερών αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη (περιλαμβανομένης της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης) για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η εξωδικαστική ρύθμιση, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, εκτός αν με το μέτρο αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης ή εν γένει εξοπλισμού, η οποία δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη (βλ. άρθρο 13 παρ. 1 Ν. 4469/2017).
Η ως άνω αναστολή δύναται να παραταθεί για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) επιπλέον μηνών, με την υποβολή αίτησης του οφειλέτη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας του. Προϋπόθεση για τη χορήγηση της αναστολής αποτελεί η συναίνεση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών, η οποία παρέχεται είτε εγγράφως, είτε προφορικά με δήλωσή τους στο ακροατήριο.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ως άνω αναστολή αίρεται αυτοδικαίως στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Τέλος, σημειώνεται ότι κάθε πιστωτής δύναται να ζητήσει από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας εντός της οποίας έχει έδρα ο οφειλέτης την πρόωρη παύση της αναστολής, εφόσον πιθανολογείται ότι η αναστολής εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα πιστωτή. Αν την αίτηση συνυπογράφει η πλειοψηφία των πιστωτών, το δικάζον Δικαστήριο κάνει υποχρεωτικώς δεκτή την αίτηση.
Γ. Η κατάρτιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και οι κανόνες που τη διέπουν
Η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών καταρτίζεται με βάση συγκεκριμένη πρόταση ρύθμισης που υποβάλλει ο οφειλέτης ή με βάση αντιπροτάσεις που υποβάλλουν οι πιστωτές. Για την έγκριση συγκεκριμένης πρότασης αναδιάρθρωσης οφειλών απαιτείται η σύμφωνη γνώμη ποσοστού τουλάχιστον 60% (3/5) επί του συνόλου των απαιτήσεων των συμμετεχόντων πιστωτών (δηλαδή μεταξύ των πιστωτών, που έχουν σχηματίσει απαρτία), στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ποσοστό 40% (2/5) επί του συνόλου των απαιτήσεων που εξασφαλίζονται με ειδικό προνόμιο πάνω σε περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης (υποθήκη, προσημείωση υποθήκης, ενέχυρο ή άλλο ειδικό προνόμιο) [βλ. άρθρο 8 παρ. 8 του Ν. 4469/2017, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄ & η΄]. Αν εγκριθεί η πρόταση αναδιάρθρωσης οφειλών με τα παραπάνω ποσοστά πλειοψηφίας, η σχετική σύμβαση υπογράφεται μεταξύ του οφειλέτη και των συναινούντων πιστωτών.
Αν η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών συγκεντρώσει την ανωτέρω πλειοψηφία (60%/40%) δεσμεύει όλους τους πιστωτές που έλαβαν μέρος στη διαδικασία, έστω και αν διαφώνησαν με την πρόταση ρύθμισης που ψηφίστηκε. Αν η σύμβαση στη συνέχεια επικυρωθεί από το Πολυμελές Πρωτοδικείο της έδρας του οφειλέτη, δεσμεύει όλους τους πιστωτές.
Καταρχήν, ο οφειλέτης και η πλειοψηφία των πιστωτών μπορούν να διαμορφώσουν το περιεχόμενο της σύμβασης αναδιάρθρωσης, καθορίζοντας ελεύθερα το περιεχόμενο της ρύθμισης. Επομένως, ισχύει η αρχή της συμβατικής ελευθερίας των συμβαλλομένων.
Ωστόσο, σύμφωνα με το Νόμο, οι όροι της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών δεν επιτρέπεται να φέρουν οποιονδήποτε πιστωτή σε χειρότερη οικονομική θέση, σε σύγκριση με αυτή που θα βρισκόταν σε περίπτωση αναγκαστικής ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης. Πρόκειται για την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών. Η αρχή αυτή ισχύει τόσο για τους δανειστές που διαθέτουν κάποια εξασφάλιση (υποθήκη, προσημείωση, ενέχυρο), όσο και για τους ανεξασφάλιστους πιστωτές. Για τον έλεγχο εφαρμογής του συγκεκριμένου κανόνα, υπολογίζεται η αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης και το ποσό που θα ελάμβανε κάθε πιστωτής στο πλαίσιο μιας υποθετικής διαδικασίας αναγκαστικής είσπραξης (πλειστηριασμού). Ως αξία ρευστοποίησης ορίζεται πάντα η εμπορική αξία του ακινήτου, διότι αυτή είναι η κατά το νόμο τιμή αναγκαστικής του εκποίησης. Το ανωτέρω ποσό θα πρέπει να καταβληθεί στον πιστωτή με κατάλληλους όρους αποπληρωμής, οι οποίοι θα τον φέρουν σε θέση συγκρίσιμη, και όχι δυσμενέστερη, σε σύγκριση με αυτή που θα βρισκόταν σε περίπτωση αναγκαστικής ρευστοποίησης του ακινήτου.
Αντίστοιχη θα πρέπει να είναι η ρύθμιση της συμφωνίας αναδιάρθρωσης οφειλών για τους πιστωτές που δεν διαθέτουν εμπράγματη εξασφάλιση. Συνεπώς, και οι ανεξασφάλιστοι πιστωτές θα πρέπει να λάβουν μέσω της συμφωνίας ό,τι θα εισέπρατταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των ακινήτων και των λοιπών περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης. Για παράδειγμα, αν υποτεθεί ότι κάποιος ανεξασφάλιστος πιστωτής θα εισέπραττε 1.000 € από τον πλειστηριασμό του μοναδικού ακινήτου της επιχείρησης, το ποσό που θα πρέπει να λάβει από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δεν πρέπει να υπολείπεται του παραπάνω ορίου (δηλ. των 1.000 €).
Ο Νόμος επεκτείνει την εφαρμογή της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης του πιστωτή, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη και τα τυχόν περιουσιακά στοιχεία συνοφειλετών ή εγγυητών, οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον για τα χρέη της επιχείρησης. Έτσι, η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι πιστωτές θα λάβουν τουλάχιστον τα ποσά που θα ελάμβαναν σε περίπτωση αναγκαστικής ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων και των συνοφειλετών ή των εγγυητών.
Σημειώνεται ότι ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται όχι μόνο τα ακίνητα, αλλά τα πάσης φύσεως περιουσιακά δικαιώματα του οφειλέτη και των συνοφειλετών περιλαμβανομένων των τυχόν κινητών, τραπεζικών καταθέσεων (εσωτερικού και εξωτερικού), μετοχών (εισηγμένων και μη εισηγμένων), επενδυτικών προϊόντων κ.λ.π.
Τα τυχόν ποσά που μπορεί να καταβάλλει ο οφειλέτης ή/και οι συνοφειλέτες, πέραν της αξίας ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων των τελευταίων, με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του θα κατανεμηθούν συμμέτρως μεταξύ των πιστωτών, ανάλογα με το ποσοστό των απαιτήσεων που παραμένουν ανεξόφλητες (βλ. άρθρο 9 παρ. 2 περ. γ΄ Ν. 4469/2017). Για παράδειγμα, αν συμφωνηθεί ότι οφειλέτης, βάσει των προβλεπόμενων χρηματοροών της επιχείρησης, μπορεί να καταβάλλει στους πιστωτές του (πέραν της αξίας ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων) το ποσό των 500.000 € σε βάθος πενταετίας, το ποσό αυτό θα διανεμηθεί συμμέτρως μεταξύ των πιστωτών της επιχείρησης.
Οποιαδήποτε συμφωνία ρύθμισης των χρεών της επιχείρησης προς το Ελληνικό Δημόσιο (που εκπροσωπείται στο πλαίσιο του παρόντος Νόμου από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, Α.Α.Δ.Ε.) και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (που εκπροσωπούνται στο πλαίσιο του παρόντος Νόμου από το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών, Κ.Ε.Α.Ο.) πρέπει να πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Με την επιφύλαξη των ανωτέρω κανόνων και των λοιπών ρυθμίσεων του άρθρου 15 Ν. 4469/2017, το Ελληνικό Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης προβαίνουν επιτρεπτά σε αναδιάρθρωση των απαιτήσεών τους, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας διαγραφής μέρους αυτών (βλ. άρθρο 15 παρ. 2 Ν. 4469/2017).
Ειδικότερους κανόνες περιλαμβάνει εν προκειμένω το άρθρο 15 παρ. 6 του Ν. 4469/2017 για συνολικό ποσό βασικής οφειλής προς το Δημόσιο που δεν ξεπερνά τις 20.000 €. Για το Ελληνικό Δημόσιο, ως «βασική οφειλή» νοείται το ποσό της οφειλής που αρχικά βεβαιώθηκε, χωρίς τους τόκους ή τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που την επιβαρύνουν, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013) ή τον Κ.Ε.Δ.Ε. (βλ. άρθρο 15 παρ. 12 Ν. 4469/2017). Εφόσον η βασική οφειλή δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 €, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες (βλ. άρθρο 15 παρ. 6 Ν. 4469/2017):
Στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών που καταρτίζεται στο πλαίσιο του Ν. 4469/2017 εντάσσονται οφειλές πρoς τον Ε.Φ.Κ.Α. που γεννήθηκαν μέχρι 31.12.2016 και είναι κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης βεβαιωμένες σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) και τον άρθρο 101 Ν. 4172/2013, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι προσαυξήσεις ή τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής. Επιπλέον, ο Νόμος περιέχει εν μέρει διαφορετικές ρυθμίσεις, ανάλογα με το αν το χρέος υφίσταται προς το Δημόσιο ή προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικότερο χαρακτήρα κάθε φορέα.
Υφιστάμενες ρυθμίσεις οφειλών προς το Δημόσιο, σύμφωνα με τους Ν. 4152/2013, Ν. 4174/2013, N. 4305/2014 και Ν. 4321/2015, εντάσσονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία έγκρισης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Η τροποποίηση των ανωτέρω ρυθμίσεων είναι μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρεπτή, στο βαθμό που η εφαρμογή τους καθιστά αδύνατη, λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική ικανότητα αποπληρωμής του, την αναδιάρθρωση των οφειλών του αιτούντος προς τους λοιπούς πιστωτές του, χωρίς αυτοί να περιέλθουν σε χειρότερη οικονομική θέση από εκείνη στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση ρευστοποίησης στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Η τροποποίηση επί των υφιστάμενων ρυθμίσεων πραγματοποιείται με αύξηση του αριθμού των μηνιαίων δόσεων, οι οποίες δεν μπορούν, ωστόσο, να ξεπερνούν το ανώτατο όριο των 120 δόσεων.
Ναι. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του Ν. 4469/2017, η αντιπρόταση του πιστωτή πρέπει να περιέχει τουλάχιστον:
Το άρθρο 9 παρ. 5 του Ν. 4469/2017 ορίζει τα ακόλουθα:
«Κάθε ρύθμιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών ευνοϊκή για τον οφειλέτη ισχύει υπέρ κάθε συνοφειλέτη, μη εγγυητή, που έχει συνυποβάλει αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 4, και υπέρ κάθε εγγυητή που έχει παράσχει εγγύηση για ρυθμιζόμενη με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών απαίτηση».
Με την ανωτέρω διάταξη, ορίζεται ότι κάθε ευνοϊκή ρύθμιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών (λ.χ. απομείωση, επιμήκυνση, παράταση αποπληρωμής) ισχύει και για τον εγγυητή. Εμμέσως, η διάταξη επιβεβαιώνει ότι η εγγύηση ακολουθεί πλέον τη ρυθμισμένη απαίτηση, όπως διαμορφώθηκε με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.
Ο πιστωτής, προκειμένου να διατηρήσει τα δικαιώματά του κατά του εγγυητή μπορεί να επιλέξει να μην συμμετάσχει στη σύμβαση, εάν ο εγγυητής δεν έχει συνυποβάλει την αίτηση. Σύμφωνα με τη ρύθμιση του Νόμου (άρθρο 4 παρ. 3 Ν. 4469/2017) η σύμβαση αναδιάρθρωσης ισχύει υπέρ του εγγυητή μόνον εφόσον η πλειοψηφία των πιστωτών, έναντι των οποίων ευθύνονται οι εγγυητές, έχει συναινέσει στην έναρξη της διαδικασίας, ακόμα και χωρίς τη συνυποβολή αίτησης εκ μέρους των εγγυητών. Ως «συνοφειλέτες» θεωρούνται πάντα και οι εγγυητές, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4469/2017.
Σύμφωνα, συνεπώς, με τα παραπάνω, προϋπόθεση για να υπάρξει ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ του εγγυητή που δεν έχει συνυποβάλει την αίτηση είναι η παροχή συναίνεσης από την πλειοψηφία των απαιτήσεων που ασφαλίζονται με την εγγύηση. Αν δεν υπάρξει τέτοια συναίνεση, η απαίτηση δεν ρυθμίζεται με τη σύμβαση αναδιάρθωσης όχι μόνο έναντι του εγγυητή, αλλά και έναντι του οφειλέτη. Αυτό σημαίνει ότι η συγκεκριμένη απαίτηση: (α) δεν προσμετράται στο σχηματισμό απαρτίας, (β) δεν εμπίπτει στην αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, (γ) δεν αποτελεί περιεχόμενο της σύμβασης αναδιάρθρωσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 8 του Ν. 4469/2017, η δικαστική απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία αναδιάρθρωσης αποτελεί εκτελεστό τίτλο για την απαίτηση του πιστωτή, όπως η τελευταία ρυθμίζεται ή αναδιαρθρώνεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του εξωδικαστικού μηχανισμού (και υπό την προϋπόθεση ότι από τη δικαστική απόφαση προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής του οφειλέτη). Κατά συνέπεια, αν ο οφειλέτης δεν φανεί συνεπής στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης, είναι δυνατή η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς να απαιτείται η έκδοση διαταγής πληρωμής ή η έναρξη δικαστικής διαδικασίας σε βάρος του για την επιδίκαση της απαίτησης.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν. 4469/2017, αν ο οφειλέτης δεν καταβάλει προς οποιονδήποτε πιστωτή τα ποσά που οφείλονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών, ο πιστωτής δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της συμφωνίας ως προς όλους, καταθέτοντας αίτηση στο δικαστήριο που επικύρωσε τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Αν η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δεν έχει επικυρωθεί, η αίτηση ακύρωσης κατατίθεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει έδρα ο οφειλέτης. Με την ακύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών αναβιώνουν οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη και των συνοφειλετών, ως είχαν πριν από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Ποσά που καταβλήθηκαν σε εκτέλεση της σύμβασης αναδιάρθρωσης αφαιρούνται από τις απαιτήσεις που αναβίωσαν.
Αναφορικά με τις ρυθμισμένες οφειλές προς το Δημόσιο, σημειώνεται ότι μη καταβολή προς αυτό ποσών που ισούνται με το άθροισμα τριών (3) μηνιαίων δόσεων οδηγεί σε ακύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.
Τέλος, η ακύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών αποτελεί μαχητό τεκμήριο για την παύση πληρωμών του οφειλέτη. Συνεπώς, ο τελευταίος θα μπορεί πλέον να κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση από πιστωτή ή πιστωτές της επιχείρησης.
Στο Νόμο προβλέπεται προαιρετική διαδικασία δικαστικής επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, που εκκινεί με πρωτοβουλία του οφειλέτη ή συμμετέχοντα πιστωτή και την κατάθεση σχετικής αίτησης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει έδρα ο οφειλέτης. Πάντως, η δικαστική επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών είναι απαραίτητη για να επέλθει η νομική δέσμευση των μη συμβαλλόμενων πιστωτών. Η υπόθεση εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας. Πάντως, όπως υπογραμμίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου ανεξάρτητα από τη διαδικασία δικαστικής επικύρωσης, ο οφειλέτης είναι υποχρεωμένος να ανταποκριθεί στους όρους της ρύθμισης αμέσως μετά την υπογραφή της συμβάσεως.
Με την κατάθεση της αίτησης συνυποβάλλονται στη γραμματεία του Δικαστηρίου τα ακόλουθα διαδικαστικά έγγραφα της εξωδικαστικής διαδικασίας:
iii. Αποδεικτικά της κλήτευσης των πιστωτών, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 7.
Σημειώνεται ότι οποιοσδήποτε θεμελιώνει έννομο συμφέρον μπορεί να λάβει από τη γραμματεία του Δικαστηρίου αντίγραφο της κατατεθείσας αίτησης επικύρωσης και των ανωτέρω συνοδευτικών της εγγράφων. Συνεπώς, τα στοιχεία αυτά μπορούν να ελεγχθούν και από μη συμβαλλόμενους στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών πιστωτές.
Η έκταση του ελέγχου της συμφωνίας που ασκείται από το Δικαστήριο είναι περιορισμένη και δεν εκτείνεται σε έλεγχο σκοπιμότητας. Στο Νόμο καθορίζονται ρητά οι περιπτώσεις που εκδίδεται απορριπτική απόφαση από το Δικαστήριο ως ακολούθως (βλ. άρθρο 12 παρ. 6 Ν. 4469/2017):
iii. Μη κλήτευση στη διαδικασία διαπραγμάτευσης πιστωτών οι απαιτήσεις των οποίων αντιστοιχούν σε ποσοστό απαιτήσεων ικανό να ανατρέψει τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.
Αν δεν συντρέχει κάποια εκ των ανωτέρω περιπτώσεων, η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών επικυρώνεται από το Δικαστήριο. Η απόφαση για την επικύρωση αποτελεί τίτλο εκτελεστό, καταλαμβάνει το σύνολο των απαιτήσεων του οφειλέτη που ρυθμίζονται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών και δεσμεύει τον οφειλέτη και το σύνολο των πιστωτών, ανεξαρτήτως συμμετοχής τους στη διαδικασία διαπραγμάτευσης ή στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
Τέλος, αναφορικά με το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία επικύρωσης προβλέπεται ότι η συζήτηση της αίτησης για την επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών προσδιορίζεται εντός δύο (2) μηνών από την κατάθεση της αίτησης και η απόφαση του Δικαστηρίου δημοσιεύεται εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της συζήτησης (βλ. άρθρο 12 παρ. 4 Ν. 4469/2017).
Ναι. Από το χρονικό σημείο της κατάθεσης της αίτησης για την επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και εωσότου εκδοθεί η σχετική απόφαση από το αρμόδιο Δικαστήριο αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεων που αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης στο πλαίσιο της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών (βλ. άρθρο 12 παρ. 3 Ν. 4469/2017).
Μόνη εξαίρεση από την ανωτέρω αναστολή αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία η λήψη ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη προβλέπεται στην ίδια τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών (λ.χ. εγγραφή προσημείωσης υποθήκης), καθώς και η περίπτωση κατά την οποία με τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, η οποία δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσής της. Στις ανωτέρω περιπτώσεις είναι κατ’ εξαίρεση επιτρεπτή η λήψη ασφαλιστικών μέτρων.
Τέλος, αναφορικά με τις περιπτώσεις εκκρεμούς διαδικασίας διοικητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης προβλέπεται ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν επέρχεται με μόνη την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, αλλά με την κοινοποίηση στα όργανα εκτέλεσης της εν λόγω αίτησης.