ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Το πλαίσιο των ρυθμίσεων για δάνεια των μικρο-μεσαίων

Ευνοϊκό περιβάλλον για την ταχύτερη αναδιάρθρωση του χρέους μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς Εφορία, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες επιχειρεί να διαμορφώσει ο νέος νόμος για τη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών. Το νέο καθεστώς δίνει κίνητρα τόσο στις τράπεζες όσο και στους δανειολήπτες για την επίτευξη μιας επωφελούς και για τα δύο μέρη συμφωνίας με στόχο τη στήριξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που έχουν σοβαρές πιθανότητες ανάκαμψης.

Τη δυνατότητα ένταξης στον νόμο-πλαίσιο που αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή τις επόμενες εβδομάδες θα έχουν όλες οι επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες με κύκλο εργασιών έως 2,5 δισ. ευρώ το 2013. Αιτήσεις θα μπορούν να υποβάλλονται το αργότερο έως και τις 31 Μαρτίου 2016. Το deal που θα προσφέρεται στους οφειλέτες περιλαμβάνει τα εξής:

– Οι οφειλές προς τις τράπεζες θα ρυθμίζονται ευνοϊκά, με τη νομοθεσία να προβλέπει τη διαγραφή κεφαλαίου και τόκων σε ποσοστό έως και 50% έπειτα από απόφαση των πιστωτών. Προϋπόθεση, η ένταξή τους στη γενική ρύθμιση των χρεών προς το Δημόσιο.

Οι δικαιούχοι
Εκτός από το κριτήριο του τζίρου της περυσινής χρήσης, οι οφειλέτες που θα αιτηθούν την ένταξή τους στη ρύθμιση θα πρέπει να πληρούν και τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

1) Να μην έχουν υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, γνωστού και ως νόμου Κατσέλη.

2) Να μην έχουν σταματήσει οι εργασίες τους και να μην έχουν υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στον πτωχευτικό κώδικα.

3) Να μην έχουν καταδικαστεί οι ίδιοι ή οι φορείς της επιχείρησης και στην περίπτωση των νομικών προσώπων οι πρόεδροι, διευθύνοντες σύμβουλοι, διαχειριστές, εταίροι για φοροδιαφυγή, λαθρεμπορία ή για απάτη σε βάρος του Δημοσίου.

Επιλέξιμες για διαγραφή είναι απαιτήσεις που αφορούν τόσο το κεφάλαιο όσο και τους τόκους οι οποίες βρίσκονταν σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών την 30ή Ιουνίου 2014.

Η διαγραφή των επιχειρηματικών δανείων δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 500.000 ευρώ, με όριο το 50% των συνολικών απαιτήσεων προς τις τράπεζες. Αν το ποσό της διαγραφής είναι μικρότερο, τότε το νέο υπόλοιπο δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 75% της καθαρής περιουσιακής θέσης του οφειλέτη και των συνοφειλετών.

Ως «καθαρή περιουσιακή θέση» νοείται η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών του μείον το σύνολο των υποχρεώσεων του οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών του.

Για την παροχή επιλέξιμης διαγραφής από χρηματοδοτικό φορέα απαιτείται η υποβολή αίτησης ρύθμισης των υποχρεώσεών του και μια βεβαίωση η οποία:

• Θα αποτυπώνει τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που απαιτούνται για τον προσδιορισμό της καθαρής περιουσιακής θέσης και θα προσδιορίζει την τρέχουσα αξία των περιουσιακών στοιχείων.

• Θα περιλαμβάνει πλήρη στοιχεία κάθε επιχείρησης με έναρξη λειτουργίας μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2010, την οποία ασκεί συγγενής πρώτου βαθμού ή σύζυγος του οφειλέτη ή ομόρρυθμος εταίρος ή ελέγχων εταίρος ή συγγενής πρώτου βαθμού ή σύζυγος των παραπάνω προσώπων, καθώς και πλήρη στοιχεία ακινήτων που τυχόν μεταβιβάστηκαν την ίδια περίοδο.

Η τράπεζα παρέχει την αιτούμενη ρύθμιση κατά τη διακριτική της ευχέρεια, σύμφωνα με κριτήρια το οποία επιλέγει για την αξιολόγηση της ικανότητας του αιτουμένου να αντεπεξέλθει στις ρυθμισθείσες υποχρεώσεις. Η τράπεζα έχει τη διακριτική ευχέρεια να παράσχει ρύθμιση ή/και διαγραφή υπό διαφορετικούς όρους από τους περιλαμβανόμενους στην αίτηση ή και να αρνηθεί συνολικά τη ρύθμιση ή/και διαγραφή.

Αν οι πιστωτές είναι περισσότεροι του ενός, για την υπαγωγή στη ρύθμιση απαιτείται η συναίνεση των τραπεζών που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 50,1% των απαιτήσεων. Η συναίνεση των πιστωτών αποτυπώνεται σε συμφωνία ρύθμισης η οποία υποβάλλεται μαζί με την αίτηση του οφειλέτη.

Αυτή μπορεί να προβλέπει μέτρα για την αναδιάρθρωση του δανεισμού, όπως μείωση απαιτήσεων, παράταση του χρόνου αποπληρωμής τους, μετοχοποίηση των απαιτήσεων ή κάθε άλλο πρόσφορο μέσο.

Προς τη σωστή κατεύθυνση κινείται, σύμφωνα με τις τράπεζες, η προτεινόμενη νομοθεσία για τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Η μόνη σοβαρή ένσταση που διατυπώνεται από τραπεζικά στελέχη σχετίζεται με το ποσοστό του μπόνους που παρέχεται για τη διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο και ασφαλιστικούς φορείς, το οποίο ανέρχεται σε 20%. Οπως τονίζουν, το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να ήταν υψηλότερο προκειμένου να απελευθερωθούν περισσότεροι πόροι για την ανάπτυξη της επιχείρησης που επιχειρεί την ανασύνταξή της.

Για να κατεβάσετε την παρουσίαση πατήστε ΕΔΩ.